ἀσκία

ἀσκία
ἀσκίον
empty threats
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄσκια — ἄσκιος unshaded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • οπλασκία — η στρ. 1. συστηματική εκπαίδευση τών ανδρών τών ενόπλων δυνάμεων και τών σωμάτων ασφαλείας στον χειρισμό τών φορητών όπλων 2. επίδειξη ασκήσεων ένοπλων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ασκία (< ἀσκῶ), πρβλ. ξιφ ασκία. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • πενταμετραία — τὰ, Μ (ενν. ἀσκία) ασκιά χωρητικότητας πέντε μέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μέτρον + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

  • σπαθασκία — η, Ν άσκηση στον χειρισμό τού σπαθιού, αλλ. ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + ασκία (< ασκώ), πρβλ. ξιφ ασκία. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Νικ. Κοτζιά] …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

  • Cappadocian Greek language — Infobox Language name=Cappadocian region=Greece, originally Cappadocia (Central Turkey) speakers=very few, previously thought to be extinct familycolor=Indo European fam2=Greek fam3=Attic iso2=ine|iso3=cpgCappadocian, also known as Cappadocian… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”